Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

"Τζάνκι" - Ουίλιαμ Σ. Μπάροουζ


 Απόσπασμα από το βιβλίο ( εκδόσεις Τόπος, μετάφραση Γιώργος Μπέτσος):

(...) Είχα να πάρω πρέζα δυο μήνες. Όταν ξεκόβεις από την πρέζα κάθε στιγμή σού φαίνεται ίδια με την προηγούμενη, ωστόσο θυμάσαι τις ώρες που βαρούσες, τον στατικό τρόμο της πρέζας, τη ζωή σου να αφομοιώνεται από το χέρι σου τρεις φορές τη μέρα. Κάθε δόση να σε φέρνει πιο κοντά στην τελευταία σου.

Πήρα ένα περιοδικό με γελοιογραφίες από το διπλανό τραπέζι. Ήταν προχτεσινό. Το άφησα. Δεν είχα να κάνω τίποτα. Δεν είχα που να πάω. Η γυναίκα μου ήταν με τα παιδιά στο Ακαπούλκο. Το έβαλα για το σπίτι μου και ένα τετράγωνο μακριά είδα τον Άικ.


Μερικοί άνθρωποι ξεχωρίζουν ακόμα και από το τέρμα του οπτικού σου πεδίου· άλλους για να τους γνωρίσεις πρέπει να βρεθείς σε απόσταση επαφής. Τα περισσότερα πρεζόνια τα ξεχωρίζεις από μακριά. Κάποτε μου ανέβαινε η πίεση από ηδονή μόλις έβλεπα τον γερο-Άικ. Όταν πρεζάρεσαι, η θέα του πρεζέμπορα σου δημιουργεί τα ίδια συναισθήματα με αυτή του εραστή σου. Ανυπομονείς να ακούσεις τον χαρακτηριστικό ήχο των βημάτων του στον διάδρομο, τον ξεχωριστό τρόπο που χτυπάει την πόρτα, εξετάζεις τα πρόσωπα των ανθρώπων που σε πλησιάζουν στον δρόμο για να δεις αν είναι αυτός. Φαντασιώνεσαι κάθε λεπτομέρεια του παρουσιαστικού του σαν να στεκόταν μπροστά σου στην πόρτα και να σου πέταγε το συνηθισμένο αστείο των πρεζεμπόρων: "Θα σε στεναχωρήσω, αλλά δεν βρήκα να ψωνίσω". Τον φαντασιώνεσαι την ώρα που παρακολουθεί την έκφραση της ελπίδας και της αγωνίας στο πρόσωπό σου, καθώς απολαμβάνει την αίσθηση της ευεργετικής του εξουσίας, της εξουσίας τού να προσφέρει και να κατακρατεί. Ο Πατ στη Νέα Ορλεάνη το έκανε συνεχώς. Το ίδιο και ο Μπιλ Γκέινς στην Νέα Υόρκη. Ο γερο-Άικ μπορεί να σου ορκιζόταν ότι δεν έχει καθόλου και έπειτα σου έβαζε το φακελάκι στην τσέπη και σου έλεγε "Να, πάνω σου το είχες τόση ώρα".


 

Όμως πλέον είχα ξεκόψει. Παρ' όλα αυτά, δεν θα έλεγα όχι για λίγη μορφίνη πριν πάω για ύπνο, ή ακόμα καλύτερα, για ένα σπίντμπολ, μισό κοκαϊνη μισό μορφίνη. Πρόφτασα τον Άικ στην πόρτα του σπιτιού. Ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο του και αυτός γύρισε. Όταν με αναγνώρισε μού χαμογέλασε με το χαμόγελο ξεδοντιάρας γριάς πρεζούς.

"Γεια", είπε.
"Χρόνια και ζαμάνια", είπα. "Πού έχεις χαθεί;"
Γέλασε. "Με χώσανε μέσα", είπε. "Τέλος πάντων, δεν ήθελα να 'ρθω γιατί ήξερα ότι έχεις ξεκόψει. Δεν παίρνεις τίποτα;"
"Τίποτα".
"Άρα δεν θες καμιά ενεσούλα", είπε χαμογελώντας ο γερο-Άικ.
"Κοίτα..." Ένιωσα αυτή την παλιά έξαψη, όπως όταν συναντάς κάποιον με τον οποίον στο παρελθόν πηδιόσουν και ξαφνικά η έξαψη αυτή επανέρχεται και γνωρίζετε και οι δυο πως θα ξαναπηδηχτείτε.

Ο Άικ έκανε μια χειρονομία αγανάκτησης. "Έχω περίπου δέκα μιλιγκράμ. Δεν μου κάνουν τίποτα εμένα. Έχω και λίγη κόκα".
"Έλα μέσα", του είπα. (...)


Δεν υπάρχουν σχόλια: