Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

"Οι Δαιμονισμένοι" - Ντοστογιέφσκι


Συμπληρώνονται σήμερα 132 χρόνια από την ημέρα που άφησε την τελευταία του πνοή ο Φίοντορ Μιχάηλοβιτς Ντοστογιέφσκι ( 9 Νοεμβρίου 1821 - 28 Ιανουαρίου 1881). 

Αποτίοντας φόρο τιμής σ' έναν από τους μεγαλύτερους και πιο επιδραστικούς συγγραφείς όλων των εποχών, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το αριστουργηματικό του έργο "Οι Δαιμονισμένοι" (σε μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου).


"(...) Ο πρίγκηπάς μας, ξαφνικά και στα καλά καθούμενα, πρόσβαλε κατά τον χειρότερο τρόπο δυο-τρία πρόσωπα. Το σημαντικό, στην περίπτωση αυτή, ήταν που οι προσβολές του ξεπερνούσαν κάθε φαντασία, ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ αυτά που γίνονται συνήθως. Ήταν κάτι προσβολές ελεεινές, σαν αταξίες κακομαθημένου παιδιού, και –ένας διάβολος ξέρει πώς το ‘χε καταφέρει έτσι- εντελώς αδικαιολόγητες. Ένας απ’ τους πιο ευυπόληπτους εφόρους της λέσχης μας, ο Πέτρος Παύλοβιτς Γκαγκάνοβ, άνθρωπος ηλικιωμένος, που πρόσφερε μάλιστα αρκετές υπηρεσίες στην πατρίδα, είχε την αθώα συνήθεια να τελειώνει κάθε του κουβέντα με την εξής φράση: «Όχι δα, κανένας δεν μπορεί να με τραβήξει εμένα απ’ τη μύτη!». Φυσικά, αυτό δεν έβλαπτε κανέναν. Μια φορά όμως, στη λέσχη, όταν πρόφερε και πάλι τον ίδιο αφορισμό μέσα στην έξαψη της κουβέντας , όλοι οι θαμώνες της λέσχης που είχαν μαζευτεί γύρω του (κι όλοι τους άνθρωποι καθωσπρέπει), είδαν τον Νικολάι Βσεβολόντοβιτς, που στεκόταν παράμερα μοναχός του (και κανένας δεν του ‘χε μιλήσει), να πλησιάζει ξαφνικά τον Πέτρο Παύλοβιτς κι εντελώς αναπάντεχα, με πολλή δύναμη όμως, να τον αρπάζει απ’ τη μύτη με τα δυο του δάχτυλα! Πρόφτασε και τον έσυρε στο κατόπι του δυο-τρία βήματα μες στη σάλα. Καμιά έχθρα δεν τον χώριζε με τον κύριο Γκαγκάνοβ. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί πως ήταν μια απλή μαθητική αταξία, εντελώς ασυγχώρητη φυσικά. Κι όμως, παρ’ όλ’ αυτά, έλεγαν αργότερα πως ο Νικολάι Βσεβολόντοβιτς τη στιγμή που έκανε ό,τι έκανε, ήταν σχεδόν βαθυστόχαστος, «λες και του ‘χαν στρίψει». Αυτό όμως το θυμήθηκαν και το σκέφτηκαν πολύ αργότερα. Στην αρχή θυμούνταν μονάχα τη δεύτερη στιγμή, όταν πια ήταν σίγουρο πως είχε πλήρη συναίσθηση αυτού που είχε κάνει, κι όχι μονάχα δεν τα είχε χάσει, μα απεναντίας, χαμογελούσε άγρια κι εύθυμα, «χωρίς να δείχνει πως το μετανιώνει καθόλου». Έγινε τρομερή φασαρία. Τον κυκλώσανε. Ο Νικολάι Βσεβολόντοβιτς γύριζε και τους κοίταζε όλους χωρίς ν’ απαντάει σε κανέναν, παρατηρώντας με περιέργεια τα πρόσωπα εκείνων που του ‘χαν βάλει τις φωνές. Τέλος, σαν να ξανάπεσε ξαφνικά σε συλλογή –έτσι μας τα είπαν τουλάχιστον-, έσμιξε τα φρύδια του, πλησίασε με βήμα σταθερό τον προσβλημένο Πέτρο Παύλοβιτς και, μιλώντας βιαστικά, φανερά λυπημένος, τραύλισε:



-Θα με συγχωρήσετε βέβαια... Αλήθεια, δεν ξέρω πώς μου ‘ρθε ξαφνικά η επιθυμία... Ανοησίες...

Ζήτησε συγγνώμη με τόση αφροντισιά που ήταν κάτι σαν μια δεύτερη προσβολή. Η φασαρία έφτασε στο κατακόρυφο. Ο Νικολάι Βσεβολόντοβιτς ανασήκωσε τους ώμους του και βγήκε.

Όλ’ αυτά ήταν μια ανοησία, αναισχυντία μάλιστα –μια αναισχυντία προμελετημένη (αυτό δα ήταν φανερό απ’ την πρώτη στιγμή), και πάει να πει πως ήταν μια προσχεδιασμένη θρασύτατη προσβολή, που έθιγε γενικά όλο τον καλό μας κόσμο. Όλοι αυτό το νόημα έδωσαν στην πράξη του. Το πρώτο που έκαναν, ήταν να διαγράψουν στη στιγμή κι ομόφωνα τον κύριο Σταυρόγκιν από μέλος της λέσχης. Ύστερα αποφάσισαν ν’ αναφερθούν από μέρους ολόκληρης της λέσχης στον κύριο νομάρχη, εκφράζοντάς του την παράκληση να χαλιναγωγήσει πάραυτα τον κακόβουλο ταραξία, πριν ακόμα φτάσει η υπόθεση προ του δικαστηρίου, αυτό τον πρωτευουσιάνο «φίλεριν νέον», «διά της διοικητικής εξουσίας ην διαθέτετε, κύριε νομάρχα, εξασφαλίζοντας ούτω την κοινωνίαν ημών από πάσης επιβουλεύσεως». Πρόσθεταν ακόμα με κακεντρέχεια πως «ευελπιστούσαν ότι θα εξευρίσκετο και διά τον κύριο Σταυρόγκιν κάποιος νόμος». Τη φράση αυτή τη σοφίστηκαν για να υπαινιχτούν τη συγγένειά του με τη Βαρβάρα Πετρόβνα. Με μεγάλη τους απόλαυση υπερβάλανε τα πράγματα. Ο νομάρχης, λες και το ‘κανε επίτηδες, έλειπε κείνες τις μέρες απ’ την πολιτεία μας. Είχε πάει κάπου εκεί κοντά να βαφτίσει το παιδί μιας χαριτωμένης χήρας, που ο άντρας της είχε πεθάνει αφήνοντάς τη σ’ ενδιαφέρουσα κατάσταση. Ήταν όμως γνωστό πως θα γύριζε γρήγορα. Περιμένοντάς τον, προσπάθησαν να παρηγορήσουν τον ευυπόληπτο και προσβλημένο Πέτρο Παύλοβιτς με τις θερμότερες εκδηλώσεις: τον αγκάλιαζαν και τον φιλούσαν. Όλη η πολιτεία του ‘κανε επίσκεψη σπίτι του. Είχαν μάλιστα σκοπό να παραθέσουν γεύμα προς τιμήν του και μονάχα ύστερ’ από επίμονες παρακλήσεις του ίδιου εγκατέλειψαν αυτή την ιδέα, καταλαβαίνοντας ίσως επιτέλους πως, στο κάτω κάτω, δεν υπήρχε λόγος για γιορτές και πανηγύρια, μόνο και μόνο γιατί έτυχε και τον τράβηξαν τον άνθρωπο απ’ τη μύτη.


Κι όμως, πώς έγινε αυτό; Πώς ήταν δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο; Το αξιοσημείωτο είναι πως κανένας στην πολιτεία μας δεν απέδωσε το απρεπές εκείνο φέρσιμο σε τρέλα. Θα πει λοιπόν πως απ’ τον Νικολάι Βσεβολόντοβιτς, αν και τον θεωρούσαν έξυπνο, ωστόσο το περίμεναν κάτι τέτοιο. Από μέρους μου εγώ, και τώρα ακόμα, δεν ξέρω τι εξήγηση να δώσω, παρόλο που’ χω υπόψη μου τα γεγονότα που ακολούθησαν αμέσως μετά, γεγονότα που θα ΄λεγε κανείς πως ξεκαθάρισαν τις αιτίες και, κατά τα φαινόμενα, τους έκανα όλους να ξαναβρούν την ηρεμία τους. Προσθέτω ακόμα πως ύστερ’ από τέσσερα χρόνια ο Νικολάι Βσεβολόντοβιτς, σε μια διακριτική μου ερώτηση αναφορικά μ’ αυτό το περιστατικό της λέσχης, μου απάντησε σκυθρωπός: «Ναι, ήμουν αρκετά άρρωστος τότε». Μα, ας τα πούμε καλύτερα όλα με τη σειρά τους.

Ακόμα, μου φάνηκε περίεργο και κείνο το μίσος που έδειξαν όλοι τους, κι ο τρόπος που ρίχτηκαν πάνω «στον ταραξία, τον πρωτευουσιάνο μονομάχο». Ήταν αμετάπειστοι στη γνώμη τους, πως όλ’ αυτά έγιναν ύστερ’ από θρασύτατη προμελέτη κι υπολογισμένη προπαρασκευή, με σκοπό να προσβάλουν συλλήβδην όλο τον καλό μας κόσμο. Όλοι έγιναν εχθροί του, και γιατί τάχα; Ως το τελευταίο περιστατικό δεν είπε κακό λόγο σε κανέναν, δεν πρόσβαλε κανέναν. Ήταν ευγενικός σαν καβαλιέρος από μοντέρνο φιγουρίνι, με την προϋπόθεση φυσικά πως αυτός ο τελευταίος θα μπορούσε να μιλήσει. Η γνώμη μου είναι πως τους έκανε και τον μίσησαν η μεγάλη του περηφάνια. Ακόμα και οι κυρίες μας, που στην αρχή τον λάτρευαν, φώναζαν τώρα πιο πολύ απ’ τους άντρες. (...)".




Δεν υπάρχουν σχόλια: