Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

"Η πανούκλα" - Αλμπέρ Καμύ

Απόσπασμα από το αριστούργημα του Γάλλου φιλόσοφου και συγγραφέα, Αμπέρ Καμύ (1913-1960), που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1947.


"Τελείωνε ο Οκτώβρης. Κι η μόνη ελπίδα που είχε απομείνει για την καταπολέμηση της επιδημίας ήταν ο ορρός του Καστέλ. Αν δε γινόταν τίποτα, τότε οι συμπολίτες μας θα επαφίονταν στην καλή θέληση του κακού. Σχήμα οξύμωρο αλλά αυτή ήταν η πραγματικότητα.

Μια μέρα πριν ανακοινώσει τα σχετικά με τον ορρό ο γερό-Καστέλ, το παιδί του Οτόν προσβλήθηκε από την ασθένεια κι όλη η οικογένεια έπρεπε να περάσει από την καραντίνα. Η μητέρα του μάλιστα μόλις είχε απελευθερωθεί. Ωστόσο ο Οτόν αυστηρός ακόμα και με τον εαυτό του, σχετικά με την εφαρμογή του νόμου, μόλις είδε κάτι μικροπρηξίματα πάνω στο κορμί του παιδιού του, φώναξε τον Ριέ.

-Λοιπόν γιατρέ; Αυτό είναι; ρώτησε μετά την εξέταση.
-Αυτό είναι.
Η μάνα έστεκε παράμερα κατάχλωμη, με μάτια μεγαλωμένα από τον πόνο.
-Θα εφαρμοστούν όλες οι διατάξεις γιατρέ μου, μουρμούρισε ο ανακριτής.
-Ναι. Έτσι πρέπει να γίνει.
Πήγε στο τηλέφωνο και πήρε το πρώτων βοηθειών.
-Θα πρέπει να ετοιμαστείτε.
Η μάνα βουβή στον πόνο της είχε μείνει σαν άγαλμα.

Η καραντίνα, στις πρώτες μέρες της εφαρμογής της ήταν μια απλή διαδικασία. Αργότερα όμως έγινε ο περιορισμός πιο αυστηρός. Όταν προσβαλλόταν κάποιο μέλος της οικογένειας οι άλλοι απομονώνονταν χωριστά ο καθένας. Ο Οτόν και η γυναίκα του κοιτάχτηκαν. Σ’ αυτή την επικοινωνία τους υπήρχε ο βαθύς πόνος του αποχωρισμού. Η κ. Οτόν και το κοριτσάκι της θα μπορούσαν να μείνουν στο ξενοδοχείο της καραντίνας, που ήταν υπεύθυνος ο Ραμπέρ. Ο ανακριτής έπρεπε να μεταφερθεί σε άλλο μέρος, την ευθύνη του οποίου είχε η Νομαρχία. Ήταν το αθλητικό κέντρο της πόλης που είχε μετατραπεί σε κατασκήνωση.

Το άρρωστο παιδί μεταφέρθηκε στο παλιό σχολείο όπου ο Ριέ είχε οργανώσει μια νοσηλευτική μονάδα. Στο πρώτο εικοσάωρο η κατάστασή του είχε φτάσει να ‘ναι απελπιστική. Ο οργανισμός του δεν αντιδρούσε καθόλου κι η πανούκλα πεινασμένη καταβρόχθιζε τη ζωή. Τα μικρά πρηξίματα είχαν κατακλύσει το αδύνατο κορμί. Τότε ο Ριέ έριξε την ιδέα να δοκιμάσουν επάνω του τον ορρό του Καστέλ. Το βράδυ της ίδιας κιόλας μέρας έκαναν το πρώτο εμβόλιο. Ο οργανισμός δεν αντέδρασε αμέσως. Ο Ριέ κι ο Καστέλ ξημέρωσαν κοντά του παρακολουθώντας το. Το ίδιο κι ο Ταρρού. Με το φως της μέρας ήρθαν κι άλλοι να δουν. Ο παπά-Πανελού πρώτος, με μια έκφραση θλίψης και κούρασης στο πρόσωπό του. Αργότερα ήρθε κι ο Γκραν. Παρακολούθησαν για λίγο τις σπασμωδικές κινήσεις του μικρού.
-Κι ο πατέρας; Ρώτησε κάποια στιγμή ο Καστέλ.
-Είναι στο απομονωτήριο του αθλητικού κέντρου.

Ο γιατρός κοίταζε το μικρό και μιλούσε αφηρημένα. Μέσα στο μυαλό του όμως κατέγραφε κάθε αντίδραση. Ξαφνικά το άρρωστο κορμί τεντώθηκε και τότε για πρώτη φορά άνοιξαν τα χέρια και τα πόδια και φάνηκε κάποια υποψία χαλάρωσης. Ύστερα μαζεύτηκε πάλι κι η αναπνοή έγινε πιο γρήγορη. Οι άλλοι παρακολουθούσαν χωρίς να μιλούν, το μαρτύριο. Κι άλλες φορές είχαν δει ανθρώπινα όντα να πεθαίνουν, αλλά τούτη τη φορά ήταν κάτι το διαφορετικό. Παρακολουθούσαν την κάθε λεπτομέρεια των τελευταίων στιγμών. Το κοντανάσεμα, ο πυρετός, οι σπαστικές κινήσεις, όλα τα στοιχεία χόρευαν μπροστά στα μάτια τους.

Ξαφνικά για τρίτη φορά ο πυρετός συντάραξε τον μικρό. Μαζεύτηκε στην άκρη του κρεβατιού, κουνούσε το κεφάλι του ακανόνιστα και πέταξε πέρα τις κουβέρτες. Δάκρυα φάνηκαν στα μάτια του. Μετά κουλουριάστηκε πάλι συμμαζώνοντας τα χωρίς σάρκες μέλη του κορμιού του.
-Λοιπόν καμιά υποχώρηση; ρώτησε ο Καστέλ.
-Καμιά, αποκρίθηκε ο Ριέ. Το παιδί όμως αντιστέκεται παράδοξα, πιο πολύ, από τις συνηθισμένες περιπτώσεις.
-Τότε, στα τελευταία του, θα υποφέρει πολύ, είπε ο παπα-Πανελού.

Ο Ριέ, φάνηκε εκείνη τη στιγμή να φουντώνει. Τελικά συγκρατήθηκε και γύρισε στον άρρωστο. Το φως της μέρας μπήκε πιο άπλετο στο θάλαμο, που πριν ήταν μια τάξη σχολική, που έσφυζε από ζωή. Σε τέσσερα-πέντε κρεβάτια βρίσκονταν κι άλλοι ασθενείς, που τώρα, σα να είχαν συνεννοηθεί δεν έκαναν την ίδια φασαρία. Βρίσκονταν, κατά κάποιο τρόπο κι αυτοί σε αναμονή. Ή ίσως δεν περίμεναν τίποτα κι είχαν αφεθεί στο δρόμο της ανυπαρξίας. Το παιδί όμως αντιστεκόταν κι αντιστεκόταν λυσσασμένα, με την ψυχή στα δόντια.

Ξαφνικά ο γιατρός ένιωσε πως είχε ταυτιστεί κι είχε γίνει ένα με τον άρρωστό του. Έδινε, διοχέτευε και τη δική του δύναμη για να γίνει αποτελεσματική η αντίσταση του παιδιού. Μετά από λίγο ένιωσε πάλι το παιδί να του ξεφεύγει.

Το φως παιχνίδιζε στους φρεσκοασβεστωμένους κίτρινους τοίχους, ενώ έξω ξαπλωνόταν παντού η ζεστή μέρα. Ο Γκραν γλίστρησε απαλά έξω μουρμουρίζοντας.
-Θα ξανάρθω.

Όλοι περίμεναν σιωπηλοί. Το παιδί ήταν κάπως πιο ήσυχο. Τα χέρια του κουνιούνταν ρυθμικά σχεδόν κι έξυναν το πλάι του κρεβατιού. Ύστερα τα ξανάφερε στα σκεπάσματα και στα γόνατα. Ξαφνικά μαζεύτηκε κι έμεινε ακίνητο. Τότε για πρώτη φορά άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε μ’ ένα βαθύ παράπονο το γιατρό. Έκανε να μιλήσει κι αντί για φωνή βγήκε ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό, που δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο. Ήταν ένα παράπονο του ενστίκτου, αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Τα δόντια του γιατρού σφίχτηκαν. Ο Ταρρού γύρισε αλλού το πρόσωπό του. Ο Ραμπέρ πλησίασε κοντά στο γερό-Καστέλ... Ο παπά-Πανελού έπεσε γονατιστός και σήκωσε τα χέρια του προς τον ουρανό.
-Θεέ μου σώσε τον! Προσευχήθηκε.

Τα ξεφωνητά δε σταμάτησαν. Οι άλλοι άρρωστοι ταράχτηκαν κι άρχισαν κι αυτοί να ανησυχούν. Τότε ακούστηκε στην αίθουσα ένας αληθινός θρήνος... Βογγητά, λυγμοί, κλάματα. Ο Ριέ έκλεισε τα μάτια του, αν μπορούσε θα έκλεινε και τα αυτιά του. Όταν τα άνοιξε είδε κοντά του τον Ταρρού.
-Θα φύγω, του είπε. Δεν το αντέχω άλλο.

Εντελώς ξαφνικά τα γογγυτά των ασθενών σταμάτησαν. Τότε ο Ριέ κατάλαβε πως η φωνή του παιδιού αδυνάτιζε, ώσπου δεν ακουγόταν πια. Το παιδί είχε πεθάνει. Τη διαπίστωση έκανε ο γερο-Καστέλ. Ο παπάς πλησίασε το νεκρό κορμί κι έκανε το σημείο του σταυρού.


-Λοιπόν, τι να πούμε για τη δοκιμή; ρώτησε ο Ταρρού. Θα πρέπει άραγε να συνεχίσουμε;
-Το παιδί άντεξε αρκετά κι αγωνίστηκε, του αποκρίθηκε ο Καστέλ.

Ο Ριέ βιαστικά βγήκε από την αίθουσα, ενώ οι άλλοι άρρωστοι είχαν αρχίσει πάλι το θρήνο. Ο παπάς τον περίμενε και τον έπιασε από το μπράτσο.
-Γιατρέ...
-Όχι, έκανε απότομα κι οργισμένα ο Ριέ. Αυτό το παιδί ήταν ένα πολύ αθώο πλάσμα.

Ύστερα τον παραμέρισε και βγήκε στην αυλή του σχολείου. Κάθισε σε ένα σκονισμένο παγκάκι κάτω από μια συκιά (να, λοιπόν κι ένα δέντρο στο Οράν). Του ‘ρθε να ξεφωνίσει. Να βγάλει από μέσα του την πίκρα, την αγανάκτηση και την κούραση που του κομμάτιαζαν την καρδιά. Η μέρα προχωρούσε. Ο ουρανός σκεπασμένος με μια αδιόρατη άσπρη καταχνιά διαλαλούσε την ερχόμενη τρομερή ζέστη.

-Γιατί, γιατί τόσος θυμός; ακούστηκε η ερώτηση από πίσω του.
Ο ιερωμένος ήταν κι αυτός στ’ αληθινά θλιμμένος.
-Κι εγώ έσπασα μπροστά στο θέαμα.
Ο Ριέ γύρισε και τον κοίταξε.
-Ας με συγχωρέσεις παπά μου. Η συσσωρευμένη κούραση είναι ένα είδος σχιζοφρένειας, που δε μπορείς να την ελέγξεις. Πολλές φορές νιώθω μέσα μου την ανάγκη να ξεσπάσω.
-Καταλαβαίνω... Όμως...
-Μη μου πείς τίποτα από τα συνηθισμένα σου για την Αγάπη και τη Δημιουργία. Αυτό δε μπορώ να το ανεχτώ και μάλιστα σε στιγμές που βλέπω μικρούλες τρυφερές υπάρξεις να πεθαίνουν.
-Εδώ... εδώ χρειάζεται η Θεία Χάρη και η Θεία Μεγαλοψυχία.

Ο Ριέ ξανάπεσε απελπισμένος στη θέση, χωρίς να έχει τη διάθεση για πιότερο ξέσπασμα.
-Εκείνο που μου λείπει το ξέρω παπά μου, όμως δεν έχω καμιά διάθεση να το κουβεντιάσω μαζί σου. Κι οι δύο –πέρα από τις βλαστήμιες και τις προσευχές- εργαζόμαστε για ένα κοινό σκοπό. Κι αυτό έχει μεγάλη σημασία. Δε νομίζεις;
Ο παπάς κάθισε κοντά του. Στο πρόσωπό του ήταν έντονα ζωγραφισμένη η συγκίνηση.
-Ακριβώς, είπε. Το ξέρω καλά πως κι εσύ εργάζεσαι για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Ο Ριέ έκανε μια γκριμάτσα προσπαθώντας να χαμογελάσει.
-Η σωτηρία του ανθρώπου... Αχ πόσο δε μ’ αρέσουν οι μεγάλες κουβέντες... Πρώτ’ απ’ όλα, παπά μου, είναι η υγεία και τίποτ’ άλλο.
Ο παπά-Πανελού στάθηκε μια στιγμή αμίλητος. Στάθηκε αναποφάσιστος.
-Γιατρέ μου...
-Ναι.
Πάλι δε μίλησε. Κάμποσες σταγόνες ιδρώτα είχαν αρχίσει να κυλάνε από μέτωπό του. Ύστερα σηκώθηκε. Τα μάτια του έλαμπαν κάπως παράξενα.
-Υγεία και καλή αντάμωση, μουρμούρισε και ξεκίνησε.
Ο Ριέ καθόταν συλλογισμένος, χωρίς να μιλήσει, λες και δεν αντιλήφθηκε την κίνηση του ιερέα. Ύστερα σηκώθηκε απότομα και πήγε κοντά του.
-Παραφέρθηκα λιγάκι, έκανε. Υπόσχομαι πως δεν πρόκειται να ξαναγίνει.
-Όμως δεν πείστηκες...
-Κι έχει τόση σημασία; Δε νομίζω. Μισώ το θάνατο και το κακό. Κι είμαστε κι οι δύο –όπως κι άλλοι- εδώ να τα πολεμήσουμε και να τα υπομείνουμε... Ναι, σ’ αυτή την περίπτωση, το είδες κιόλας, πως δε μπορεί, ούτε ο ίδιος ο Θεός να μας χωρίσει".


Δεν υπάρχουν σχόλια: