OΡΕΣΤΗΣ
Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα,
λύσε τα να φανείς, ως είσαι, ωραίος
και διώξε από το νου σου πια το χρέος
του μεγάλου χρησμού, μια και κανένα
τρόπο δεν έχεις άλλονε! Και μ' ένα
χαμόγελον ιδές πως σ' έφερ' έως
στου Άργους την πύλη ο δρόμος σου ο μοιραίος
το σπλάχνο ν' αφανίσεις που σ' εγέννα.
Kανείς δε σε θυμάτ' εδώ. Κ' εσύ όμοια
τον εαυτό σου ξέχανέ τον κι άμε
στης χρυσής πολιτείας τα σταυροδρόμια
και το έργο σου σα νά ταν άλλος κάμε.
Έτσι κι αλλιώς θα παίρνει σε από πίσου
γιά το αίμα της μητρός σου γιά η ντροπή σου.
PIERRE DE RONSARD
Εμέν' από μικρόν μ' έτρωγε η έννοια
του Απόλλωνα - ψυχή δε μού 'χε λείψει!
Και σ' άφθαστα τιμών μ' ανέβασε ύψη,
σ' ολυμπική αποθέωσην η εύνοια
βασιλισσών με την αιθέρια ευγένεια,
βασιλιάδων λαμπρών, πού 'χανε στύψει
τις δάφνες των πολέμων ή από τύψη
σβήσανε σε κρεβάτια πουπουλένια.
Κι όληνε τη Φραγκιά, την Εγγλιτέρα
ο Στίχος μου στο πόδι ξεσηκώνει
κ' οι νέοι μ' ακολουθούν αυγή κ' εσπέρα
να ρουφάνε τη μάντισσα ομιλιά μου.
Κι όμως χαρά δεν έχω. Στα μαλλιά μου
μι' άσπρη τούφα τα πάντα φαρμακώνει.
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ
Σαράντα σβέρκοι βοδινοί με λαδωμένες μπούκλες,
σκεμπέδες σταυροθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες
ξετσίπωτοι, ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι
ντυμένοι στα μαλάματα κ' επίσημοι κι ωραίοι.
Σαράντα λύκοι με προβιά (γι' αυτούς βαρά η καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι απέ ρευάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στο τζάκι,
κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στο μπατζάκι.
Όξ' ο κοσμάκης φώναζε: "Πεινάμε τέτοιες μέρες"
γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες
κ' οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυραίοι
άνοιξαν τα παράθυρα και κράξαν: "Είστε άθεοι".
ΕΠΙΤΑΦΙΟ
Όχι λουλούδια, μα σπαθί στον τάφο σου, άξιε βάρδε!
Όταν παλεύανε Ζωή και Θάνατος, απόξω
δεν κοίταγες χορεύοντες μ' ένα φλασκί στο χέρι,
αλλά μπροστάρης του Λαού στης λευτεριάς τη μάχη
ο λόγος σου αρχαγγέλινο σπαθί τυραννοχτόνο.