Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

"Αμαλίας και Λέλας Καραγιάννη γωνία"


 "Το εύλογο ερώτημα που γεννάται είναι τι συνέβη και το κράτος "θυμήθηκε" ξαφνικά τα στέκια "ανομίας", όπως εσχάτως χαρακτηρίζονται οι καταλήψεις από την πλειονότητα των αστικών ΜΜΕ."


O Fidel Livorno γράφει στο 3pointmagazine για τις πραγματικές αιτίες των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων που πραγματοποιήθηκαν τις περασμένες βδομάδες σε καταλήψεις και λοιπούς αυτοδιαχειριζόμενους κοινωνικούς χώρους.

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

"Iστορίες του κ. Κόυνερ" - Μπέρτολτ Μπρεχτ


Αποσπάσματα από τις "Ιστορίες του κ. Κόυνερ (ή διαλεκτική σαν τρόπος ζωής)" του Μπέρτολτ Μπρεχτ, σε μετάφραση του Πέτρου Μάρκαρη.
 

Το ερώτημα αν υπάρχει θεός

Κάποιος ρώτησε τον κ. Κ. αν υπάρχει θεός. Ο κ. Κ. του είπε: Σε συμβουλεύω να σκεφτείς αν η συμπεριφορά σου αλλάξει ανάλογα με την απάντηση που θα δώσεις στο ερώτημα. Αν δεν αλλάξει τότε η ερώτηση είναι περιττή. Αν αλλάξει τότε μπορώ τουλάχιστον να σε βοηθήσω λέγοντας πως εσύ απόφασισες κιόλας: χρειάζεσαι ένα θεό.
  
Το ξαναντάμωμα

Ο κ. Κ. αντάμωσε κάποιον που είχε να τον δει πολύν καιρό. Μα εσείς δεν αλλάξατε καθόλου, του είπε ο άλλος καθώς τον χαιρετούσε. Ωχ, έκανε ο κ. Κ. και χλώμιασε.  

 

Κουβέντες

Εμείς οι δυο δεν έχουμε πια τίποτα να πούμε, είπε ο κ. Κ. σε κάποιον. Γιατί; ρώτησε ο άλλος τρομαγμένος. Γιατί όταν είμαι μαζί σου δε λέω καμιά λογική κουβέντα, παραπονέθηκε ο κ. Κ. Μα αυτό δε μ' ενοχλεί καθόλου, τον παρηγόρησε ο άλλος. Το πιστεύω, είπε με πικρία ο κ. Κ., ενοχλεί όμως εμένα.
  
Επιτυχία

Ο κ. Κ. είδε μια ηθοποιό να περνάει κι είπε: Είναι όμορφη. Τελευταία είχε επιτυχία χάρη στην ομορφιά της, τον πληροφόρησε ο συνοδός του. Ο κ. Κ. φουρκίστηκε κι είπε: Όχι, είναι όμορφη γιατί είχε επιτυχία.
 


Προσβολή που την ανέχεσαι

Κατηγόρησαν κάποιο συνεργάτη του κ. Κ. ότι κρατούσε στάση εχθρική απέναντί του. Ναι, αλλά μονάχα πίσω απ' την πλάτη μου, τον δικαιολόγησε ο κ. Κ.

   

Το πιο καλό ύφος

Η μοναδική παρατήρηση που έκανε ο κ. Κ. σχετικά με το ύφος είναι τούτη: Πρέπει να είναι αποφθεγματικό. Το απόφθεγμα είναι απρόσωπο. Ποιά είναι τα καλύτερα παιδιά; Εκείνα που σε κάνουν να ξεχνάς τον πατέρα τους.

   
Ο κ. Κ. και η ποίηση

Σαν τέλειωσε το διάβασμα μιας ποιητικής συλλογής ο κ. Κ. είπε: Στη Ρώμη απαγόρευαν στους υποψήφιους για δημόσιες υπηρεσίες να φοράνε, όταν εμφανίζονταν στο φόρουμ, ρούχα με τσέπες, για να μη δέχονται δωροδοκίες. Έτσι και οι ποιητές δε θά 'πρεπε να φοράνε ρούχα με μανίκια για να μη μπορούν να χύνουν αράδα στίχους.
  
Ο κ. Κ. σε ξένο σπίτι

Όταν ο κ. Κ. έμπαινε σε ξένο σπιτικό φρόντιζε, προτού πάει για ύπνο, να μαθαίνει τις εξόδους του σπιτιού και τίποτα άλλο. Όταν τον ρώτησαν γιατί το έκανε αυτό, εκείνος αποκρίθηκε αμήχανα: Αυτή είναι μια παλιά θλιβερή συνήθεια. Βλέπετε εγώ υποστηρίζω τη δικαιοσύνη, καλό είναι λοιπόν το σπίτι μουνα 'χει περισσότερες από μια εξόδους.


"Οι Δαιμονισμένοι" - Ντοστογιέφσκι


Συμπληρώνονται σήμερα 132 χρόνια από την ημέρα που άφησε την τελευταία του πνοή ο Φίοντορ Μιχάηλοβιτς Ντοστογιέφσκι ( 9 Νοεμβρίου 1821 - 28 Ιανουαρίου 1881). 

Αποτίοντας φόρο τιμής σ' έναν από τους μεγαλύτερους και πιο επιδραστικούς συγγραφείς όλων των εποχών, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το αριστουργηματικό του έργο "Οι Δαιμονισμένοι" (σε μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου).


"(...) Ο πρίγκηπάς μας, ξαφνικά και στα καλά καθούμενα, πρόσβαλε κατά τον χειρότερο τρόπο δυο-τρία πρόσωπα. Το σημαντικό, στην περίπτωση αυτή, ήταν που οι προσβολές του ξεπερνούσαν κάθε φαντασία, ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ αυτά που γίνονται συνήθως. Ήταν κάτι προσβολές ελεεινές, σαν αταξίες κακομαθημένου παιδιού, και –ένας διάβολος ξέρει πώς το ‘χε καταφέρει έτσι- εντελώς αδικαιολόγητες. Ένας απ’ τους πιο ευυπόληπτους εφόρους της λέσχης μας, ο Πέτρος Παύλοβιτς Γκαγκάνοβ, άνθρωπος ηλικιωμένος, που πρόσφερε μάλιστα αρκετές υπηρεσίες στην πατρίδα, είχε την αθώα συνήθεια να τελειώνει κάθε του κουβέντα με την εξής φράση: «Όχι δα, κανένας δεν μπορεί να με τραβήξει εμένα απ’ τη μύτη!». Φυσικά, αυτό δεν έβλαπτε κανέναν. Μια φορά όμως, στη λέσχη, όταν πρόφερε και πάλι τον ίδιο αφορισμό μέσα στην έξαψη της κουβέντας , όλοι οι θαμώνες της λέσχης που είχαν μαζευτεί γύρω του (κι όλοι τους άνθρωποι καθωσπρέπει), είδαν τον Νικολάι Βσεβολόντοβιτς, που στεκόταν παράμερα μοναχός του (και κανένας δεν του ‘χε μιλήσει), να πλησιάζει ξαφνικά τον Πέτρο Παύλοβιτς κι εντελώς αναπάντεχα, με πολλή δύναμη όμως, να τον αρπάζει απ’ τη μύτη με τα δυο του δάχτυλα! Πρόφτασε και τον έσυρε στο κατόπι του δυο-τρία βήματα μες στη σάλα. Καμιά έχθρα δεν τον χώριζε με τον κύριο Γκαγκάνοβ. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί πως ήταν μια απλή μαθητική αταξία, εντελώς ασυγχώρητη φυσικά. Κι όμως, παρ’ όλ’ αυτά, έλεγαν αργότερα πως ο Νικολάι Βσεβολόντοβιτς τη στιγμή που έκανε ό,τι έκανε, ήταν σχεδόν βαθυστόχαστος, «λες και του ‘χαν στρίψει». Αυτό όμως το θυμήθηκαν και το σκέφτηκαν πολύ αργότερα. Στην αρχή θυμούνταν μονάχα τη δεύτερη στιγμή, όταν πια ήταν σίγουρο πως είχε πλήρη συναίσθηση αυτού που είχε κάνει, κι όχι μονάχα δεν τα είχε χάσει, μα απεναντίας, χαμογελούσε άγρια κι εύθυμα, «χωρίς να δείχνει πως το μετανιώνει καθόλου». Έγινε τρομερή φασαρία. Τον κυκλώσανε. Ο Νικολάι Βσεβολόντοβιτς γύριζε και τους κοίταζε όλους χωρίς ν’ απαντάει σε κανέναν, παρατηρώντας με περιέργεια τα πρόσωπα εκείνων που του ‘χαν βάλει τις φωνές. Τέλος, σαν να ξανάπεσε ξαφνικά σε συλλογή –έτσι μας τα είπαν τουλάχιστον-, έσμιξε τα φρύδια του, πλησίασε με βήμα σταθερό τον προσβλημένο Πέτρο Παύλοβιτς και, μιλώντας βιαστικά, φανερά λυπημένος, τραύλισε:



-Θα με συγχωρήσετε βέβαια... Αλήθεια, δεν ξέρω πώς μου ‘ρθε ξαφνικά η επιθυμία... Ανοησίες...

Ζήτησε συγγνώμη με τόση αφροντισιά που ήταν κάτι σαν μια δεύτερη προσβολή. Η φασαρία έφτασε στο κατακόρυφο. Ο Νικολάι Βσεβολόντοβιτς ανασήκωσε τους ώμους του και βγήκε.

Όλ’ αυτά ήταν μια ανοησία, αναισχυντία μάλιστα –μια αναισχυντία προμελετημένη (αυτό δα ήταν φανερό απ’ την πρώτη στιγμή), και πάει να πει πως ήταν μια προσχεδιασμένη θρασύτατη προσβολή, που έθιγε γενικά όλο τον καλό μας κόσμο. Όλοι αυτό το νόημα έδωσαν στην πράξη του. Το πρώτο που έκαναν, ήταν να διαγράψουν στη στιγμή κι ομόφωνα τον κύριο Σταυρόγκιν από μέλος της λέσχης. Ύστερα αποφάσισαν ν’ αναφερθούν από μέρους ολόκληρης της λέσχης στον κύριο νομάρχη, εκφράζοντάς του την παράκληση να χαλιναγωγήσει πάραυτα τον κακόβουλο ταραξία, πριν ακόμα φτάσει η υπόθεση προ του δικαστηρίου, αυτό τον πρωτευουσιάνο «φίλεριν νέον», «διά της διοικητικής εξουσίας ην διαθέτετε, κύριε νομάρχα, εξασφαλίζοντας ούτω την κοινωνίαν ημών από πάσης επιβουλεύσεως». Πρόσθεταν ακόμα με κακεντρέχεια πως «ευελπιστούσαν ότι θα εξευρίσκετο και διά τον κύριο Σταυρόγκιν κάποιος νόμος». Τη φράση αυτή τη σοφίστηκαν για να υπαινιχτούν τη συγγένειά του με τη Βαρβάρα Πετρόβνα. Με μεγάλη τους απόλαυση υπερβάλανε τα πράγματα. Ο νομάρχης, λες και το ‘κανε επίτηδες, έλειπε κείνες τις μέρες απ’ την πολιτεία μας. Είχε πάει κάπου εκεί κοντά να βαφτίσει το παιδί μιας χαριτωμένης χήρας, που ο άντρας της είχε πεθάνει αφήνοντάς τη σ’ ενδιαφέρουσα κατάσταση. Ήταν όμως γνωστό πως θα γύριζε γρήγορα. Περιμένοντάς τον, προσπάθησαν να παρηγορήσουν τον ευυπόληπτο και προσβλημένο Πέτρο Παύλοβιτς με τις θερμότερες εκδηλώσεις: τον αγκάλιαζαν και τον φιλούσαν. Όλη η πολιτεία του ‘κανε επίσκεψη σπίτι του. Είχαν μάλιστα σκοπό να παραθέσουν γεύμα προς τιμήν του και μονάχα ύστερ’ από επίμονες παρακλήσεις του ίδιου εγκατέλειψαν αυτή την ιδέα, καταλαβαίνοντας ίσως επιτέλους πως, στο κάτω κάτω, δεν υπήρχε λόγος για γιορτές και πανηγύρια, μόνο και μόνο γιατί έτυχε και τον τράβηξαν τον άνθρωπο απ’ τη μύτη.


Κι όμως, πώς έγινε αυτό; Πώς ήταν δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο; Το αξιοσημείωτο είναι πως κανένας στην πολιτεία μας δεν απέδωσε το απρεπές εκείνο φέρσιμο σε τρέλα. Θα πει λοιπόν πως απ’ τον Νικολάι Βσεβολόντοβιτς, αν και τον θεωρούσαν έξυπνο, ωστόσο το περίμεναν κάτι τέτοιο. Από μέρους μου εγώ, και τώρα ακόμα, δεν ξέρω τι εξήγηση να δώσω, παρόλο που’ χω υπόψη μου τα γεγονότα που ακολούθησαν αμέσως μετά, γεγονότα που θα ΄λεγε κανείς πως ξεκαθάρισαν τις αιτίες και, κατά τα φαινόμενα, τους έκανα όλους να ξαναβρούν την ηρεμία τους. Προσθέτω ακόμα πως ύστερ’ από τέσσερα χρόνια ο Νικολάι Βσεβολόντοβιτς, σε μια διακριτική μου ερώτηση αναφορικά μ’ αυτό το περιστατικό της λέσχης, μου απάντησε σκυθρωπός: «Ναι, ήμουν αρκετά άρρωστος τότε». Μα, ας τα πούμε καλύτερα όλα με τη σειρά τους.

Ακόμα, μου φάνηκε περίεργο και κείνο το μίσος που έδειξαν όλοι τους, κι ο τρόπος που ρίχτηκαν πάνω «στον ταραξία, τον πρωτευουσιάνο μονομάχο». Ήταν αμετάπειστοι στη γνώμη τους, πως όλ’ αυτά έγιναν ύστερ’ από θρασύτατη προμελέτη κι υπολογισμένη προπαρασκευή, με σκοπό να προσβάλουν συλλήβδην όλο τον καλό μας κόσμο. Όλοι έγιναν εχθροί του, και γιατί τάχα; Ως το τελευταίο περιστατικό δεν είπε κακό λόγο σε κανέναν, δεν πρόσβαλε κανέναν. Ήταν ευγενικός σαν καβαλιέρος από μοντέρνο φιγουρίνι, με την προϋπόθεση φυσικά πως αυτός ο τελευταίος θα μπορούσε να μιλήσει. Η γνώμη μου είναι πως τους έκανε και τον μίσησαν η μεγάλη του περηφάνια. Ακόμα και οι κυρίες μας, που στην αρχή τον λάτρευαν, φώναζαν τώρα πιο πολύ απ’ τους άντρες. (...)".


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

"Ποιήματα" - Ντίνος Χριστιανόπουλος



ΤΕΛΟΣ

Τώρα που βρήκα πια μιαν αγκαλιά,
καλύτερη κι απ' ό,τι λαχταρούσα,
τώρα που μού 'ρθαν όλα όπως τά 'θελα
κι αρχίζω να βολεύομαι μες στην κρυφή χαρά μου,
νιώθω πως κάτι μέσα μου σαπίζει.




Ο,ΤΙ ΚΟΡΟΙΔΕΥΑ

Δεν έχω πια δικαίωμα να κλαίγομαι
τώρα που χόρτασα κι εγώ ψωμί κι αγάπη.
Οι στερημένοι δεν είναι πια αδέλφια μου,
οι πεινασμένοι δε μ' έχουν για δικό τους,
κι ούτε με ξελασπώνει που ταράζομαι
σαν τύχει κι αντικρίσω τη ματιά τους.


 Ντίνος Χριστιανόπουλος - "Ποιήματα" (εκδόσεις Ιανός)


Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

Η "Μεταμόρφωση" του Φραντς Κάφκα



"Όταν ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε ένα πρωινό από κακό όνειρο, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε γιγάντια κατσαρίδα".




Με αυτές τις λέξεις ξεκινάει η «Μεταμόρφωση» (Die Verwandlung), η νουβέλα του Φραντς Κάφκα, που μαζί με τη «Δίκη» και τον «Πύργο», αποτελούν τα πιο δημοφιλή έργα του.

Ο Fidel Livorno γράφει για το αριστούργημα του μεγάλου συγγραφέα στο διαδικτυακό περιοδικό 3pointmagazine.gr

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

KATΩ ΤΑ ΞΕΡΑ ΣΑΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ




"Καφάρ" - Νίκος Καββαδίας

Σαν σήμερα πριν από 103 χρόνια, γεννήθηκε στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας ο ποιητής Νίκος Καββαδίας (11 Ιανουαρίου 1910 - 10 Φεβρουαρίου 1975).



  
Καφάρ

 Στο Γιώργο Παπά
   
Nα ζεις στην ίδια πολιτεία παντοτινά
και να 'χεις των αναχωρήσεων τη μανία,
μα φεύγοντας απ' το γραφείο τα βραδινά
να κάνεις οφθαλμοπορνεία στα καφενεία.

Άλλοτες είχαμε τα πλοία κρυφό σκοπό

μα ο κόσμος έγινε σαν αδειανή φυλλάδα,
είναι το ίδιο πια να μένεις στην Eλλάδα
με το να ταξιδεύεις στο Fernando Po.

Tα φορτηγά είναι κακοτάξιδα κι αργούν,

μέσ' στα ποστάλια πλήττεις, βλέποντας τουρίστες·
το να φορτώνεις μήνες ρύζια στο Pαγκούν
είν' πράμα που σκοτώνει τους αρτίστες.

Oι πόλοι γίνανε σε μας πολύ γνωστοί,

θαυμάσαμε πολλές φορές το βόρειο Σέλας,
κι έχουν οι πάγοι χρόνια τώρα σκεπαστεί
από αδειανά κουτιά σπανιόλικης σαρδέλας.

Στην Tαϊτή έζησε μήνες κι ο Λοτί·

αν πας λιγάκι παρακάτου, στις Mαρκίζες,
που άλλοτες τρώγανε μπανάνες κι άγριες ρίζες,
καλλυντικά τώρα πουλάνε του Coty.

Oι Γιαπωνέζες, τα κορίτσια στη Xιλή

κι οι μαύρες του Mαρόκου που πουλάνε μέλι,
έχουν σαν όλες τις γυναίκες τα ίδια σκέλη
και δίνουν με τον ίδιο τρόπο το φιλί.

H αυτοκτονία, προνόμιο πια στα θηλυκά―

κάποτες κάναμε κι εμείς αυτή τη σκέψη.
Πεθαίνεις πιο σιγά με τα ναρκωτικά,
μα τελευταία τα 'χουν κι αυτά πολύ νοθέψει.


Από την ποιητική συλλογή με τίτλο "Μαραμπού" (1933)



"Σε περιμένω παντού" - Τάσος Λειβαδίτης



Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.

Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ στὰ σχολικὰ βιβλία, πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.
Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,
θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.

Θὰ θυμᾶμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,
σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.

Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ κι ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.

Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ καὶ προχώρα. Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ ὀκτώ, ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν ντουφεκισμένων. Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα,
ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο... ἐκεῖ θὰ σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!


Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

"Spleen" - Κάρολος Μπωντλαίρ

 









Είμαι σαν ένας βασιλιάς σε βροχερό ένα μέρος,
πλούσιος μα χωρίς δύναμη, νιός κι όμως πολύ γέρος,
που στους σοφούς του αδιάφορος που σκύφτουνε μπροστά του,
πλήττει με τα γεράκια του, τ' άλογα, τα σκυλιά του.
Κυνήγι, ζώα, τίποτα πια αυτόν δεν τον φαιδρύνει,
ούτε ο λαός του που μπροστά στ' ανάκτορα του φθίνει.

Μα και τ' αστεία που ο τρελός παλιάτσος κάνει εμπρός του,

δε διώχνουν τη βαρυθυμιά του άκαρδου αυτού αρρώστου·
τάφο την κλίνη του θαρρεί, που 'χει κρινένιαν άρμα
κ' οι αυλικές που βασιλιά σαν δουν τον βρίσκουν χάρμα,
δεν ξέρουν πια με τι άσεμνες στολές να φιγουράρουν,
ίσως απ’ το κουφάρι αυτό χαμόγελο ένα πάρουν.

Κι ο αλχημιστής όπου μπορεί χρυσάφι να του κάνει,

δεν μπόρεσε από μέσα του το μαρασμό να βγάνει,
κι ούτε μες τα αιμάτινα ρωμαϊκά λουτρά,
που τα θυμούνται οι άρχοντες πάνω στα γερατιά,
δεν μπόρεσε το πτώμα αυτό το ηλίθιο ν' αναστήσει,
που αντίς για αίμα μέσα του, της Λήθης τρέχει η βρύση.


Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης









 

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

"Μαύρη πέτρα πάνω σε μια άσπρη πέτρα" - Καίσαρας Βαλιέχο

    
  
            Θα πεθάνω στο Παρίσι με μιά νεροποντή, 
μιά μέρα που τηνε θυμάμαι κιόλας τώρα.
Θα πεθάνω στο Παρίσι -και δεν τρέχω να φύγω-
ίσως, σαν σήμερα, μια Πέμπτη φθινοπώρου.

            Ναι, Πέμπτη θα 'ναι, γιατί Πέμπτη σήμερα που γράφω
αυτούς τους στίχους, φόρεσα τόσο άθελά μου
τις ωμοπλάτες και ποτέ σαν σήμερα δεν είδα,
μόλο το δρόμο μου, τον εαυτό μου τόσο μόνο.

           Ο Καίσαρας Βαλιέχο είναι νεκρός, τονε χτυπούσαν 
όλοι χωρίς εκείνος να τους έχει κάμει τίποτα'
τον χτυπούσαν σκληρά μ' ένα σκληρό ραβδί,

          επίσης και μ' ένα σκοινί, είναι μάρτυρές μου
οι μέρες Πέμπτες και τα κόκαλα της ράχης, 
η μοναξιά, η βροχή, οι δρόμοι...















Το ποίημα ανήκει στην τρίτη συλλογή του Βαλιέχο με τίτλο "Poemas Humanos" (Ανθρώπινα Ποιήματα). Εδώ παρατίθεται όπως μεταφράστηκε από τα ισπανικά από τον Έλληνα ποιητή Ρήγα Καππάτο ("Cesar Vallejo, Ποιητικά Άπαντα" - Gutenberg, 2000).

"...Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς" - Χρόνης Μίσσιος



Aπόσπασμα από το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου "...Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς" ( "Γράμματα", 1985) 


(...) Ε, φτιάξαμε που λες το γραφείο, εγώ γραμματέας, ο Λεωνίδας τα νέα και τα μαθήματα, που τα κάναμε προφορικά στη βόλτα, και ο Λαγός την αλληλεγγύη. Βλέπεις, τώρα πολλά παιδιά είχαν επισκεπτήριο και έπρεπε να γίνεται σωστά και δίκαια η μοιρασιά στα τρόφιμα. Την πρώτη συνεδρίαση την κάναμε σε μια γωνιά του προαυλίου. Αποφασίσαμε ν' αντιδράσουμε οργανωμένα στην αφόρητη κατάσταση της φυλακής. Λέει ο Λεωνίδας ότι το πρώτο που έχουμε να κάνουμε είναι ένας κατάλογος με τα αιτήματα. Τον φτιάξαμε, βάλαμε καμιά δεκαπενταριά, τα οχτώ απ' αυτά ήταν τα ουσιαστικά. Τα υπόλοιπα τα βάλαμε για να έχουμε πεδίο υποχώρησης άμα θα πέφταμε σε διαπραγματεύσεις. Στη συνέχεια θα βλέπαμε τους ποινικούς, κι αν συμφωνούσαν κι αυτοί, θα στέλναμε μια αντιπροσωπεία στη διεύθυνση να τους βάλει τα αιτήματα. Είναι βέβαιο πως θα τους κλείσουν στο πειθαρχείο. Τότε κατεβαίνουμε σε απεργία πείνας διαρκείας. Την άλλη μέρα βρεθήκαμε δυο δυο, τρεις τρεις και με τα υπόλοιπα παιδιά στη βόλτα. Ύστερα από δυο κύκλους κουβέντας, όλοι σύμφωνοι. Τώρα έπρεπε να δούμε τους ποινικούς. Όπως ήταν φυσικό, ο κλήρος έλαχε σε μένα. Πήγα λοιπόν και βρήκα την τριάδα. Όπως σου είπα, οι ποινικοί έχουν τη δικιά τους ιδιόμορφη ιεραρχία και οργάνωση στη φυλακή. Αυτή επιβάλλεται από την πιο ισχυρή ομάδα που ελέγχει το καφενείο, δηλαδή διευθύνει το μπαρμπούτι και τα παράνομα λεφτά, μπάζει και διακινεί το μαύρο, ταχτοποιεί τις υποθέσεις που προκύπτουν αναμεταξύ τους κλπ. Μια ιδιόμορφη κοινότητα, με τις δικές της αρχές, τους δικούς της νόμους. Αυτό τουλάχιστον ίσχυε για τότε που οι ποινικοί ήταν, να πούμε, ποινικοί με κάποια ιδεολογία. Η διαδοχή στην ηγεσία γινόταν άλλοτε ομαλά, όπως τώρα η Γκλόρια παρέδωσε κανονικά μόλις ήρθε ισχυρή διαμορφωμένη ομάδα, άλλοτε με σοβαρά μαχαιρώματα κλπ. Έτσι λοιπόν πήγα και βρήκα τον Τζατζά, τον Παπαγιό και τον Καρκαλέτσο. Κάθονταν σε μια γωνιά απάγκιο του προαυλίου, πάνω στο κότσι, κρατώντας με τα χέρια τις φτέρνες. Γειά σας. Γειάαααα. Θέλω να μιλήσουμε. Κάτσε. Τους λέω για την κατάσταση στη φυλακή, για τα προβλήματά μας, τα ξέρουν άλλωστε. Μ' ακούνε προσεχτικά χωρίς να κουνάνε ούτε βλέφαρο. Ήθελαν να δουν που θα καταλήξω.




Τους λέω λοιπόν, εμείς τ' αποφασίσαμε, θα στείλουμε μια αντιπροσωπεία στο διευθυντή. Το πιθανότερο είναι ότι θα τους κλείσει στο πειθαρχείο, και τότε θα κατέβουμε σε απεργία πείνας. Και σεις κρατούμενοι είστε, στο ίδιο καζάνι βράζουμε, τα προβλήματα είναι και δικά σας, ως πότε θα καθόμαστε με σταυρωμένα χέρια; Λέει ο Τζατζάς, καλά τα λες, ρε μάγκα, αλλά θα γίνει τίποτα, ή θα μας γράψουνε στ' αρχίδια τους, θα μας ξελιγώσουν στην πείνα πρώτα, κι ύστερα θα μας λιανίσουν. Δεν είν' εύκολο, δεν μπορούνε, είμαστε πεντακόσιοι ανήλικοι, είμαστε μέσα στην Αθήνα, θα βάλουμε τα χωνιά στα παράθυρα, θα μάθει ο κόσμος. Στο κάτω κάτω, αν αποφασίσουν να το τραβήξουν, εμείς κινδυνεύουμε περισσότερο από στρατοδικείο και λοιπά. Εσείς το πολύ πολύ κάνα πειθαρχείο, αλλά ζωή είναι αυτή, ρε; Ο Καρκαλέτσος έβγαλε τσιγάρο. Βέβαια απαγορευόταν, αλλά για την τριάδα δεν υπήρχε πρόβλημα. Όσο υπήρχαν τάλαρα, τα βαποράκια δούλευαν αβέρτα. Το φουμάραμε στη γύρα μέσα στη φούχτα, καταπίνοντας τον καπνό και βγάζοντας τον σε μικρές μικρές δόσεις σαν ανάσα. Λοιπόν ο καθένας τους αντιδρούσε με τον δικό του τρόπο. Ο Τζατζάς έξυνε την κεφάλα του, ο Παπαγιός μάζευε σάλιο και το εκσφενδόνιζε σε θαυμαστή απόσταση, ανάμεσα απ' τα δόντια του, όπως κάνουν τα φίδια, κι ο Καρκαλέτσος έξυνε με μανία τ' αρχίδια του. Από πάρτη μου, λέει ο Τζατζάς, μπαίνω. Κι οι άλλοι δυο συμφώνησαν. Θα τους κάνουμε πλάκα, αδερφάκι μου, που θα λαχταρίσουν και τα ντουβάρια. Αυτό το τελευταίο δε μ' άρεσε καθόλου. Λέω, παιδιά, να σας εξηγήσω κάτι, είναι αγώνας πολιτικός, μην το τραβήξουμε σ' άλλα κόλπα, θα συνεννοούμαστε για κάθε βήμα που θα κάνουμε. Πρέπει να πάμε πολύ προσεχτικά. Αυτοί μπορεί να γυρεύουν ευκαιρία να μας πάνε για στάση και να βάλουν τα πολυβόλα, εμείς θα χειριστούμε την υπόθεση, αφού συνεννοούμαστε πρώτα μαζί σας για τα βασικά.




Λέει ο Καρκαλέτσος, δηλαδή, ρε μάγκα, εμείς τι θα κάνουμε, να πούμε, τις κότες; Όχι, του λέω, κοίταξε να δεις, είναι γνωστό ότι είσαστε απ' τα καλύτερα παλικάρια, δε χρειάζεται να σας το πω εγώ. Όλοι το ξέρουν, αλλά εδώ είναι αγώνας πολιτικός, αγώνας ομαδικός, πάμε ν' αλλάξουμε την κατάσταση στη φυλακή για όλους μας, έτσι; Eίναι αγώνας που θα μας φέρει αντιμέτωπους με τη φυλακή, με το υπουργείο, με την κυβέρνηση. Όπως καταλαβαίνετε, έχει βήματα μπρος, βήματα πίσω, πρέπει να είναι ενιαίος, πειθαρχημένος, γενικά, να πούμε ακουμπάει σε πολλές νάρκες. Αν, ας πούμε, χτυπήσουμε κάνα σκοπό, κάνα φύλακα, αν σπάσουμε τίποτα παράθυρα και τα ρέστα, η κατάσταση μπορεί να πάει αλλού, να πάει με τη μεριά τους, κατάλαβες; Εδώ θ' αποφασίζουμε και θα περπατάμε όλοι μαζί. Ένα φάλτσο μπορεί να κοστίσει ακριβά. Λέει ο Τζατζάς, καλά τα λέει, ρε Καρκαλέτσο, αφού ξέρεις τι μυστήριοι τύποι είναι: αβέρτα παίζουνε μπαρμπούτι με το χάρο. Ναι, αλλά -ατάκα ο Καρκαλέτσος- όλο ασόδυο φέρνουνε, μωρ' αδερφέ μου, λες και τους πασάρανε μπαλαμούτι ζάρι... Άσε τα έξω, λέει ο Τζατζάς, τα μέσα τα ξέρουνε καλά, και σπρέχεν έχουνε κι αλλιώς τους ακούει ο κόσμος. Εγώ λέω να γίνει έτσι, λέει ο Καρκαλέτσος. Καλά, μωρ' αδερφάκι μου, μια κουβέντα είπα και με μαστούριασε στα λιμά. Σκέψου νά 'μουνα και γκόμενα που του αρνιότανε. Λέω, οι άλλοι οι δικοί σας, εντάξει; Εντάξει θα είναι, αλλά θα σου πούμε αύριο για σιγουριά. Ήτανε Κυριακή που γίνεται η κουβέντα, Δευτέρα απόγευμα μου λέει ο Τζατζάς, εντάξει, φύγαμε... Την Τρίτη το πρωί στέλνουμε δυο πιτσιρικάδες στην αναφορά. Μόλις άνοιξαν το στόμα τους, τους πλάκωσαν στις σφαλιάρες για να μαρτυρήσουν ποιοί τους στείλανε και τα τέτοια. Οι πιτσιρικάδες τους μπαίνουνε με τα γνωστά, κι έτσι τους μπουζουριάζουνε στο πειθαρχείο. Το μεσημέρι, όπως μπήκαμε στην ουρά για το φαγητό, βγήκε ο αρχιφύλακας και άρχισε τις αγριάδες. Ήρθαν σήμερα δυο να μιλήσουν εκ μέρους σας. Αυτό σημαίνει στάση. Προσέξτε καλά, γιατί θα το μετανιώσετε πικρά. Είπε, είπε, εμείς το Γερμανό, δε μιλάμε καθόλου. Έχουμε αποφασίσει, αύριο πρωί αρχίζει η απεργία. Κανονίσαμε να μιλήσει ο Λεωνίδας.




Πραγματικά, το πρωί, όπως κάθε μέρα, μπήκαμε στη σειρά για το τσάι. Μόλις τελείωσε η προσευχή, κάνουμε μεταβολή και φεύγουμε. Απάνω στη βεράντα είναι ο υπαρχιφύλακας, ένα καλό ανθρωπάκι. Λέει, τι συμβαίνει, γιατί δεν παίρνετε ρόφημα; Θέλουμε το διευθυντή και τον αρχιφύλακα. Ο διευθυντής δεν είναι δω, να φωνάξω τον αρχιφύλακα. Βγαίνει η λουμπίνα στη βεράντα: Τι έγινε, τι συμβαίνει; Στάση κάνετε; Ψωμοτύρι την είχε, η κουφάλα, τη στάση. Τέλος, βγαίνει ο Λεωνίδας μπροστά και λέει, να σας πω εγώ, κύριε αρχιφύλακα, γιατί δεν παίρνουμε ρόφημα. Κι αρχίζει ένα σπρέχεν... Φύλακες, αρχιφύλακας και κρατούμενοι τον κοιτάμε μ' ανοιχτό το στόμα, τον ακούγαμε και μας σηκωνότανε η τρίχα, που λένε, καθώς περιέγραφε τις συνθήκες της ζωής μας. Βλέπεις, σιγά σιγά είχαμε ξεχάσει ότι υπήρχε κι άλλη ζωή, διαφορετική απ' αυτήν που μας επέβαλλαν. Νιώθουμε όλοι μας φοβερά συγκινημένοι. Βλέπουμε τα καρακόλια σαν κλέφτες που μας λήστεψαν κάθω ανθρώπινο δικαίωμα. Γι' αυτό, καταλήγει ο Λεωνίδας, κατεβαίνουμε σε απεργία πείνας διαρκείας έως ότου ικανοποιηθούν τα αιτήματά μας. Ο αρχιφύλακας έχει γίνει πράσινος. Γυρίζει στους ποινικούς και λέει, και σεις, βρε ρεμάλια, απεργία μου κάνετε; Ναι, μωρή κουφάλα, λέει ο Τζατζάς, γιατί; εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; καργιόληδες! Τον τραβάω από πίσω, Γιώργη... Άσε με, ρε, τις κουφάλες, δεν είδες τι μας κάνουνε; Ο Λεωνίδας μίλησε ίσια στην καρδιά τους. Ο αρχιφύλακας το βιολί του. Ώστε στάση κάνετε, ε; θα τα πούμε. Οι σκοπιές έχουν γυρίσει τα πολυβόλα μέσα στο προαύλιο. Εμείς κάνουμε βόλτες, παρέες παρέες. Πρέπει να είμαστε προσεχτικοί, οι ποινικοί είναι φοβερά συγκινημένοι, δεν ξέρουμε που θα τους βγει. Μερικοί έχουν αράξει κάτω από μια σκοπιά, έχουν ξετρυπώσει ένα μπαγλαμαδάκι, καμωμένο από μια παλιά καραβάνα, και για χερούλι ένα κομμάτι από σκουπόξυλο, και τραγουδάνε μονότονα τέσσερις στίχους:

Μάγκες, πιάστε τα γεφύρια, 
μπάτσοι, κλάστε μας τ' αρχίδια.
Βρε, άντε του μουνιού σου το γλωσσίδι,
βρε, άντε, μού 'ριξε κλοτσιά στ' αρχίδι... (...)